- ὁμορροθῶ
- ὁμορροθέωflow togetherpres subj act 1st sg (attic epic doric)ὁμορροθέωflow togetherpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομορροθώ — ὁμορροθῶ, έω (Α) [ομόρροθος] 1. ρέω μαζί, συγχρόνως με κάποιον άλλο 2. κωπηλατώ μαζί και ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο 3. ρυμουλκώ, σύρω μαζί με κάποιον άλλο 4. μτφ. συμφωνώ, συναινώ, συγκατατίθεμαι 5. (με εμπρόθ. διορ.) εναρμονίζομαι, ταιριάζω… … Dictionary of Greek